- αγωγικός
- ἀγωγικός, -ή, -όν (Α)μόνο στο ουδέτερο «ἀγωγικά», στη φρ. «τῶν λεγομένων ἀγωγικῶν, ἤτοι παραπομπικῶν», τών χρημάτων που καταβάλλονται στην παραπομπή, τη συνοδεία (Ιουστινιάνειος Κώδικας 10, 30, 4).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
agógico — agógico, ca. (Del al. agogisch, y este del gr. tardío ἀγωγικός, der. de ἀγωγή, transporte, movimiento). adj. Mús. Perteneciente o relativo a la agógica. || 2. f. Mús. Conjunto de las ligera … Enciclopedia Universal
τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 … Dictionary of Greek
υπναγωγικός — ή, ό, Ν (ψυχολ.) (για διαταραχές, συνήθως οπτικές ψευδαισθήσεις) αυτός που εμφανίζεται πριν από τον ύπνο, όταν το άτομο είναι μισοκοιμισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnagogique < hypn(o) (< ὑπνος) + agogique (< αγωγικός)] … Dictionary of Greek
agógico — agógico, ca (Del al. agogisch, y este del gr. tardío ἀγωγικός, der. de ἀγωγή, transporte, movimiento). 1. adj. Mús. Perteneciente o relativo a la agógica. 2. f. Mús. Conjunto de las ligeras modificaciones de tiempo, no escritas en la partitura,… … Diccionario de la lengua española